- καρουλιάζω
- 1. μετ. наматывать (на катушку, шпульку);2. αμετ. набивать шишку на голове
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καρουλιάζω — 1. περιτυλίγω νήμα ή κλωστή γύρω από το πηνίο, το καρούλι 2. βγάζω καρούλα*, σχηματίζω εξόγκωμα στο κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αναλόγως σημασίας < καρούλι ή < καρούλα] … Dictionary of Greek
καρουλιάζω — καρούλιασα, καρουλιασμένος 1. τυλίγω νήμα στο καρούλι: Καρούλιασέ την την κλωστή. 2. αποχτώ καρούμπαλο στο κεφάλι: Κάθε λίγο και λιγάκι καρουλιάζει το κεφάλι μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καρρουλιάζω — βλ. καρουλιάζω … Dictionary of Greek
μασουρίζω — και μασουριάζω [μασούρι] 1. τυλίγω νήμα σε μασούρι, πηνίζω, καρουλιάζω 2. αποταμιεύω χρήματα … Dictionary of Greek